- αντικαθρεφτίζω
- αντικαθρέφτισμαβλ. αντικατοπτρίζω, αντικατοπτρισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντικαθρεφτίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, αντανακλώ την εικόνα κάποιου αντικειμένου: Η ευγένεια της ψυχής του και η ευαισθησία του αντικαθρεφτίζονται στο έργο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντικατοπτρίζω — 1. αντικαθρεφτίζω, ανακλώ 2. φανερώνω, δείχνω καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κατοπτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek